- Πρυμνεύς
- Πρυμνεύς: a Phaeacian, Od. 8.112†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πρυμνεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρυμνεύς — ὁ, Α (στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
Πρυμνῆς — Πρυμνεύς masc nom pl Πρυμνεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
Πρυμνῇ — Πρυμνῆι , Πρυμνεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)